δακρύζω — δακρύζω, δάκρυσα, δακρυσμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δακρύζω — (AM δακρύω, Μ και δακρύζω) 1. χύνω δάκρυα, αναβλύζουν δάκρυα από τα μάτια μου 2. (για τα μάτια) γεμίζω δάκρυα 3. (για φυτά) στάζω ρετσίνι ή κόμμι («το πεύκο δακρύζει ρετσίνι») νεοελλ. (για βρύση ή πήλινο δοχείο) βγάζω νερό σαν δάκρυ, σταγόνα,… … Dictionary of Greek
δακρύζω — υσα, δακρυσμένος 1. χύνω δάκρυα, κλαίω: Δακρύζω κάθε φορά που ακούω το όνομα του πεθαμένου πατέρα μου. 2. στάζω: Η βρύση μόλις και δακρύζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδακρύζω — δακρύζω ελαφρά, βουρκώνουν τα μάτια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δακρύζω] … Dictionary of Greek
αδάκρυστος — η, ο [δακρύζω] βλ. αδάκρυτος … Dictionary of Greek
ανταφίημι — ἀνταφίημι (Α) [αφίημι] 1. ρίχνω, πετώ κι εγώ κάτι 2. φρ. «δάκρυ ἀνταφίημι» δακρύζω και εγώ με τη σειρά μου … Dictionary of Greek
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek
δάκρυσμα — το [δακρύζω] 1. η έκκριση δακρύων 2. το κλάμα, τα δάκρυα … Dictionary of Greek
δακρυρροώ — (AM δακρυρροῶ, έω) [δακρύρροος] 1. χύνω δάκρυα, κλαίω 2. (για τα μάτια) στάζω δάκρυα, δακρύζω («ὄμμ ἰδὼν δακρυρροοῡν») αρχ. μσν. 1. κλαίω, θρηνώ κάποιον 2. (για φυτά) στάζω υγρό, ρετσίνι ή κόμμι («περὶ δακρυρροουσῶν ἀμπέλων», Γεωπονικόν) … Dictionary of Greek
δακρυώνω — (Μ δακρυώνω) Ι. δακρύζω II. (μτχ. παρακμ.). δακρυωμένος, η, ον (Μ) δακρυσμένος … Dictionary of Greek
δακρύω — (AM) βλ. δακρύζω … Dictionary of Greek